ρινολόγος

ρινολόγος
ο, η
ο γιατρός που ειδικεύτηκε στη ρινολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρινολόγος — ο, η, Ν ιατρ. ιατρός ειδικός στην παθολογία και τη θεραπευτική τής μύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinologist (< ῥίς, ῥινός + λόγος*)] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”